Ολοένα και αυξανόμενος πληθωρισμός, εμβάθυνση της ενεργειακής κρίσης, ταχύτατη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, φόβοι για ύφεση στην Ευρωζώνη και –σαν να μην έφταναν όλα αυτά– νέα πολιτική κρίση στην Ιταλία.
H “θύελλα” και η “καταιγίδα” αβεβαιότητας και ανησυχιών που σαρώνουν την οικονομία της Ευρώπης και τις αγορές, δυσκολεύουν πολύ τις επενδυτικές αποφάσεις για το επόμενο διάστημα με τους επενδυτές να παραμένουν risk-off περιμένοντας τα όποια σημάδια ότι τα πράγματα έχουν ξεπεράσει το χειρότερο σημείο τους στον τρέχον κύκλο, ώστε να αυξήσουν και πάλι την έκθεσή τους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι τοποθετήσεις των χαρτοφυλακίων στις μετοχές διεθνώς είναι στο χαμηλότερο σημείο τους από τον Οκτώβριο του 2008, ενώ η έκθεση στα risk assets γενικότερα έχει υποχωρήσει σε επίπεδα που δεν έχουν σημειωθεί ούτε κατά την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι παγκόσμιες αγορές μετοχών έχουν υποχωρήσει φέτος λόγω των φόβων για ύφεση καθώς οι επιθετικές κεντρικές τράπεζες σπεύδουν να δαμάσουν τον πληθωρισμό. Αν και το bearishness των τοποθετήσεων θα μπορούσε να αποτελέσει αγοραστικό σημάδι για τους επενδυτές, ωστόσο οι έκτακτες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί με πάρα πολλά μέτωπα να είναι ανοιχτά, “επιβάλλουν” την επενδυτική ψυχραιμία και τη στροφή στα μετρητά παρά το οποιοδήποτε ρίσκο.
Οι επενδυτικοί οίκοι εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για το επόμενο διάστημα, υποστηρίζοντας πως η όποια ανοδική αντίδραση στις αγορές είναι δύσκολο να διατηρηθεί. Σε αυτό το περιβάλλον το Χρηματιστήριο Αθηνών θα αναγκαστεί να συντονιστεί με τις κινήσεις των ευρωπαϊκών αγορών, έστω και αν τα διαλείμματα αυτονόμησής του, αλλά και τα θετικά μηνύματα από τους οίκους για τις ελληνικές τράπεζες, έχουν προσφέρει σημαντικές ανάσες.
Παραμένει risk-off η HSBC
Είναι ακόμα νωρίς για να γίνει κανείς risk-on στις αγορές, καθώς το θολό τοπίο στην οικονομία απέχει ακόμα από το να “καθαρίσει”, σημειώνει η HSBC. Από θεμελιώδη άποψη, υπήρξαν μερικές σημαντικές εξελίξεις τους τελευταίους δύο μήνες που επηρεάζουν τις αγορές, επισημαίνει η HSCB. Το σύνολο των κυκλικών θεμελιωδών βασικών δεικτών της βρετανικής τράπεζας υποδεικνύει ολοένα χειρότερες προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία, με την αδυναμία αυτή να αναμένεται στο επόμενο διάστημα να αγγίξει τα χαμηλότερα επίπεδα στον τρέχοντα κύκλο, καθώς η εξασθένιση της αναπτυξιακής δυναμικής γίνεται πιο ευρεία.
Αν και τη μεγαλύτερη πίεση έχουν δεχθεί οι τομείς της βιομηχανίας και των κατασκευών, ωστόσο, όπως τονίζει η HSBC, οι καταναλωτές αρχίζουν επίσης να αισθάνονται τον αντίκτυπο από τη συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων, ενώ υπάρχουν ήδη ενδείξεις για επιδείνωση των συνθηκών στις αγορές εργασίας – επομένως η ευρύτερη εικόνα δεν είναι και τόσο ρόδινη.
Ωστόσο, όπως τονίζει η HSBC, αρχίζει και φαίνεται κάποιο… φως στον ορίζοντα. Υπάρχουν ορισμένες ενθαρρυντικές ενδείξεις που θα μπορούσαν να την κάνουν να “γυρίσει” και πάλι σε εποικοδομητική τη στάση της στα risk assets τους επόμενους δύο μήνες. Τόσο οι προσδοκίες για τα έσοδα όσο και οι προσδοκίες για την κερδοφορία των εταιρειών μειώνονται επί του παρόντος με γρήγορο ρυθμό που δείχνει κάποια “υπερβολή”, ενώ αναμένεται σύντομα η κορύφωση του πληθωρισμού. Ο πιστωτικός κύκλος της Κίνας φαίνεται ότι έφτασε στον “πάτο” του πριν από μερικούς μήνες και αυτό θα μπορούσε να προσφέρει υποστήριξη σε κυκλικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων από το τέλος του τρίτου τριμήνου/αρχές του τέταρτου τριμήνου και μετά. Επιπλέον, μια σημαντική αλλαγή από το δεύτερο τρίμηνο, οι δείκτες της HSBC υποδεικνύουν την αύξηση των θέσεων risk-off μεταξύ των real money (ποιοτικών μακροπροθέσμων) επενδυτών, οπότε τα περιθώρια για risk-on “στροφή” στη συνέχεια αυξάνονται.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η HSBC επιλεγεί να παραμείνει, προς το παρόν τουλάχιστον, risk-off. Έτσι, εξακολουθεί να είναι πολύ underweight στα εταιρικά ομόλογα υψηλών αποδόσεων και στις παγκόσμιες μετοχές. Στο πλαίσιο των μετοχών, είναι overweight στις μετοχές των ΗΠΑ σε σχέση με μετοχές εκτός ΗΠΑ όπως η Ιαπωνία, η Ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι επίσης overweight στις μετοχές των Αναδυόμενων Αγορών, καθώς έχουν ήδη τιμολογήσει μία απότομη ύφεση, ενώ υπάρχουν ενθαρρυντικά σημάδια από τον πιστωτικό κύκλο της Κίνας.
Στις ανεπτυγμένες αγορές, και σε ό,τι αφορά τα ομόλογα, η HSBC προτιμά τους κρατικούς τίτλους του Ηνωμένου Βασιλείου και τα γερμανικά ομόλογα, καθώς η αναπτυξιακή δυναμική αναμένεται να αποδυναμωθεί περισσότερο και να περιορίσει την ανοδική πορεία για τα επιτόκια πολιτικής από την Τράπεζα της Αγγλίας και την ΕΚΤ. Αντίθετα, εξακολουθεί να είναι underweight στα ομόλογα της Ευρωζώνης εκτός του πυρήνα. Στην αγορά εταιρικών ομολόγων, προτιμά τους τίτλους της Ευρωζώνης έναντι των ΗΠΑ, καθώς τα τελευταία δεν αντικατοπτρίζουν ακόμη πλήρως τον κίνδυνο ύφεσης στις ΗΠΑ κατά την άποψή της.
BofA: Πότε θα σταματήσει η πτώση των αγορών
Διατηρεί την ουδέτερη στάση της για τις ευρωπαϊκές μετοχές η Bank of America καθώς αναμένει δύο ακόμη δύσκολα τρίμηνα για τις τιμές των μετοχών, ακολουθούμενα από ένα πιθανό ριμπάουντ, ενώ, σε ένα σενάριο ύφεσης, αναμένει περαιτέρω πτώση 11% από τα τρέχοντα επίπεδα.
Οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν υποχωρήσει κατά 17% από το ιστορικό υψηλό τους τον Ιανουάριο, καθιστώντας το χειρότερο ξεκίνημά τους από το 2008, λόγω της εξασθένησης της παγκόσμιας δυναμικής της ανάπτυξης και μια απότομη άνοδο στις αποδόσεις των ομολόγων. Η BofA αναμένει περαιτέρω αποδυνάμωση της δυναμικής ανάπτυξης, εκτιμώντας πως εντός του 2022 και προς το τέλος του έτους οι ΗΠΑ θα μπουν σε ύφεση, η οποία είναι πιθανό να συνεχίσει να επιβαρύνει τις τιμές των μετοχών.
Ωστόσο, αυτό δημιουργεί επίσης για τους επενδυτές την επόμενη σημαντική ευκαιρία αγοράς, δεδομένου ότι η καλύτερη στιγμή για να είναι γίνει κάποιος bullish στις μετοχές είναι όταν οι δείκτες PMI είναι στα κατώτατα επίπεδα και αρχίζουν να ανακάμπτουν. Αυτό υποδηλώνει ότι οι επενδυτές θα πρέπει να παραμείνουν προσεκτικοί βραχυπρόθεσμα, αλλά να προετοιμαστούν για ράλι μόλις “γυρίσει” ο μακροοικονομικός κύκλος. Οι μετοχές, άλλωστε, τείνουν να αγγίζουν τον “πάτο” όταν ο μακροοικονομικός κύκλος φτάσει στο χαμηλότερο σημείο του.
Οι οικονομολόγοι της BofA αναμένουν ότι ο μακροοικονομικός κύκλος των ΗΠΑ θα αγγίξει τα χαμηλά του στο τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ενώ το μεγάλο μέρος της επιβράδυνσης στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης είναι πιθανό να συμβεί το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους. Συνολικά, αυτό υποδηλώνει ότι οι αγορές ενδέχεται να βρεθούν για άλλα δύο τρίμηνα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, προτού ανακάμψουν στη συνέχεια ωθούμενες από την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Goldman Sachs, Morgan Stanley: Το όποιο ράλι δε θα έχει διάρκεια
Οι στρατηγικοί αναλυτές της Goldman Sachs και της Morgan Stanley σημειώνουν από την πλευρά τους ότι οποιοδήποτε ράλι στις μετοχές μπορεί να αποδειχθεί βραχύβιο καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν υψηλές και η ύφεση φαίνεται όλο και πιο πιθανή. Οι μετοχές δεν έχουν ακόμη αποτιμήσει πλήρως τους κινδύνους μιας οικονομικής συρρίκνωσης στις ΗΠΑ, όπως τονίζουν.
Κατά τη Morgan Stanley, οι μετοχές στη Wall Street πιθανόν θα δουν και άλλη βουτιά, ακόμη και αν η αμερικανική οικονομία καταφέρει να αποφύγει την ύφεση. Η ανοδική πορεία που σημείωσαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα μπορεί να συνεχιστεί, αλλά αυτή η bear market δεν έχει τελειώσει, ακόμη και αν αποφύγουμε την ύφεση, ένα σενάριο για το οποίο αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα. To ενδεχόμενο για μια επικείμενη ύφεση έχει αυξηθεί και άλλο, με το μοντέλο πρόβλεψης της Morgan Stanley να δείχνει 36% πιθανότητες για ύφεση εντός των επόμενων 12 μηνών.
Οι αναλυτές της Goldman Sachs αναμένουν ότι οι αδύναμες μακροοικονομικές προοπτικές θα απειλήσουν την κερδοφορία των εταιρειών, η οποία έχει υποχωρήσει ήδη από τα ιστορικά υψηλά της. Τα περιθώρια κέρδους και το κόστος δανεισμού αποτελούν πλέον δύο βασικούς κινδύνους για τις μετοχές, οι οποίες ξεπέρασαν το 2021 με θετική δυναμική, παρά την αύξηση του κόστους εισροών, τις επιπτώσεις από την πανδημία και τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, όπως υπογραμμίζουν. Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Goldman, η πιθανότητα ύφεσης στην ευρωζώνη είναι στο 50%, ενώ στο 40% τοποθετούνται για τις ΗΠΑ. Η G.S σε αυτό το πλαίσιο, επιλέγει να τηρήσει αμυντική στρατηγική σε ό,τι αφορά τις τοποθετήσεις της για το τρίτο τρίμηνο, με overweight θέσεις στα μετρητά και τα εμπορεύματα, neutral θέσεις στις μετοχές και τα κρατικά ομόλογα και underweight θέσεις στα εταιρικά ομόλογα. Μέχρι να βελτιωθεί το μείγμα ανάπτυξης/πληθωρισμού, οι αγορές είναι πιθανό να παραμείνουν ασταθείς καθώς οι επενδυτές στρέφονται από τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό στους φόβους για ύφεση, όπως τονίζει.
Θετικά μηνύματα για τις ελληνικές τράπεζες από τους οίκους
Σε ό,τι αφορά το Χρηματιστήριο Αθηνών, η συσχέτισή του με τις διεθνείς αγορές αναμένεται να συνεχίσει να είναι υψηλή, αν και την τελευταία εβδομάδα έδειξε κάποια σημάδια “αυτονόμησης”.
Ο τραπεζικός κλάδος έχει αποτελέσει το μεγάλο “βαρίδι” το τελευταίο διάστημα για το Χ.Α., με τον σχετικό δείκτη να κινείται στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Φεβρουάριο του 2021. Ωστόσο, τόσο η S&P όσο και η Moody’s και η Fitch έστειλαν τις προηγούμενες ημέρες “σήμα” υποστήριξης για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, προσφέροντας σημαντικές ανάσες στην αγορά. Παράλληλα, θετικά είναι και τα μηνύματα από τους επενδυτικούς οίκους, όπως η J.P. Morgan. Σύμφωνα με εγχώριους αναλυτές, για να μπορέσει το Χ.Α. να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανοδική τάση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μία κίνηση προς τις 830-840 μονάδες, κάτι που απαιτεί ενίσχυση της συναλλακτικής δραστηριότητας και “συμμετοχή” των τραπεζών. “Μην ξεχνάμε ότι όσο ρηχή είναι η αγορά στην πτώση άλλο τόσο ρηχή είναι και στην άνοδο από τη στιγμή που θα πάρει τάση”, όπως σημειώνει ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance.
Η S&P προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών των ελληνικών τραπεζών, καθώς, όπως τόνισε, κατάφεραν να μειώσουν κατά περίπου 50 δισ. ευρώ τα NPEs από το 2019, και στα 19,4 δισ. ευρώ, ή το 15,9% των ακαθάριστων δανείων, στο τέλος του 2021. Αυτό, όπως σημείωσε η S&P, επιτρέπει την εξομάλυνση του κόστους προβλέψεων των ελληνικών τραπεζών και τη σταδιακή βελτίωση της κερδοφορίας τους.
Από την πλευρά της η Moody’s υπογράμμισε πως οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ και το νέο εργαλείο, αναμένεται να προσφέρουν σημαντικά οφέλη για τις τράπεζες του Νότου, όπως οι ελληνικές. Δεδομένου ότι ένα υψηλότερο ποσοστό τραπεζικών δανείων στις χώρες της περιφέρειας είναι σε μεταβλητά επιτόκια, η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αύξηση των εσόδων, σημείωσε ο οίκος. Οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης έχουν επίσης χαμηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις και υψηλότερα αποθέματα ρευστότητας από εκείνες στη Βόρεια Ευρώπη και έτσι θα έχουν μεγαλύτερα οφέλη εσόδων και δεν θα παρουσιάσουν σημαντικές αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησης. Κατά τον οίκο, οι ελληνικές τράπεζες έχουν το υψηλότερο “μαξιλάρι ρευστότητας”, στο 19% των συνολικών assets, ενώ ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις είναι στο 61%.
Παράλληλα, το εργαλείο κατά του κατακερματισμού θα ωφελήσει πιο έντονα τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, καθώς κατέχουν μεγάλους όγκους εγχώριων κρατικών ομολόγων που είναι πολύ ευαίσθητα στη μεταβλητότητα των spreads, ανάφερε η Moody’s.
Ο οίκος Fitch τόνισε πως το τρέχον κλίμα αβεβαιότητας στο οικονομικό και γεωπολιτικό μέτωπο δεν θα επηρεάσει την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να ολοκληρώσουν τις προγραμματισμένες πωλήσεις προβληματικών περιουσιακών στοιχείων της τάξης των 4 δισ. ευρώ το 2022, ώστε να φτάσει ο κλάδος σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό NPEs μέχρι το τέλος του έτους. Ωστόσο, αναμένει από τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες να αναβάλουν την έκδοση και την αναχρηματοδότηση χρέους λόγω της αυξημένης αστάθειας της αγοράς και των ευρύτερων πιστωτικών spreads. Παράλληλα αναμένει ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία θα συνεχιστεί φέτος, υποστηριζόμενη από περαιτέρω ανάκαμψη στον τουρισμό και την ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική, η Fitch αναφέρει ότι οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης είναι γενικά σε καλή θέση για να επωφεληθούν από την αύξηση των επιτοκίων, λόγω –μεταξύ άλλων– της μεγαλύτερης εξάρτησης στα καθαρά έσοδα από τόκους συνολικά από ότι οι τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης, και του ότι ένα μεγάλο μέρος των δανείων τους είναι σε μεταβλητό επιτόκιο.
Από την πλευρά της η JP Morgan σε νέα της έκθεση σημείωσε πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν τις καλύτερες προοπτικές κερδοφορίας στην περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA), έχοντας δεχθεί ανοδικές αναθεωρήσεις για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) από τους αναλυτές. Η JPM αναμένει ότι η ανάκαμψη της κερδοφορίας στις ελληνικές τράπεζες θα είναι ισχυρή και αυτός είναι ο παράγοντας που δίνει σημαντική αξία για τις μετοχές τους.
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και ο θετικός αντίκτυπος από την αύξηση των επιτοκίων μπορούν να ωθήσουν την απόδοση ιδίων κεφαλαίων ROTE των ελληνικών ταπέτων, πάνω από τις προσδοκίες και σε διψήφια ποσοστά, όπως εκτίμα η JP Morgan. Έτσι διατηρεί την εκτίμησή της ότι οι ελληνικές τράπεζες θα σημειώσουν άνοδο 6% και 11% σε όρους καθαρών επιτοκιακών εσόδων και κερδών ανά μετοχή αντίστοιχα, από τις πρώτες 100 μονάδες βάσης αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αυτό παρέχει περιθώρια για ανώτερα επίπεδα ROTE σε σχέση με αυτά που εκτιμώνται αυτή τη στιγμή, τα οποία είναι στο 8%-9% για το 2024.
capital.gr